- δαιμονοφόρητος
- δαιμονο-φόρητος, von einem Dämon getrieben
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
δαιμονοφόρητος — δαιμονοφόρητος, ον (Μ) ο ένθεος· [ΕΤΥΜΟΛ. < δαίμων ( ονος) + φόρητος < φορώ, θαμιστικό τού φέρω (πρβλ. ανεμοφόρητος)] … Dictionary of Greek
δαίμονας — ο (θηλ. δαιμόνισσα, η) (AM δαίμων, ο Α θηλ. δαίμων, η και δαιμονίς, η) πονηρό πνεύμα, διάβολος νεοελλ. 1. (για ανθρώπους) έξυπνος αλλά καταχθόνιος 2. (σε αναφώνηση οργής ή εκπλήξεως) «τί δαίμονα!», «να πάρει ο δαίμονας!» 3. δαίμων ο αστέρας β τού … Dictionary of Greek